Το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 έμελλε να είναι η μέρα που άλλαξε για πάντα τη Θεσσαλονίκη. Μια σπίθα από την κουζίνα ενός προσφυγικού σπιτιού στη συνοικία Μεβλανέ, στα βορειοδυτικά, ήταν αρκετή. Για κάποιον λόγο, το λάδι στο οποίο τηγάνιζε η ανύποπτη νοικοκυρά πήρε φωτιά, και οι σπινθήρες έκαψαν το σπίτι και στο τέλος το ⅓ της πόλης.
Η φωτιά αρχικά εξαπλώθηκε προς το Διοικητήριο, διαμέσου της οδού Αγίου Δημητρίου, και προς την αγορά στα νότια, διαμέσου της οδού Λέοντος Σοφού. Καθώς περνούσαν οι ώρες, ο καπνός πάνω από την πόλη πύκνωνε και οι δρόμοι γέμιζαν από ανθρώπους που κατευθύνονταν προς τη θάλασσα προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη φωτιά.
Οι Αρχές, μαζί με κατοίκους αλλά και στρατιώτες της Αντάντ, προσπαθούσαν επί ματαίω να κατασβήσουν τη φωτιά. Ο Βαρδάρης που μαινόταν, η λειψυδρία του καλοκαιριού και τα πενιχρά πυρόσβεσης μέσα που υπήρχαν τότε, έκαναν την προσπάθεια αδύνατη.
Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των υπαλλήλων του, το εμπορικό κέντρο της πόλης, όμως, δεν είχε την ίδια τύχη. Το ίδιο και ιστορικές εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, βιβλιοθήκες, σχολεία, λέσχες και γραφεία.
Η πυρκαγιά που σημάδεψε για πάντα τη Θεσσαλονίκη κόπασε το βράδυ της 19ης Αυγούστου, ανήμερα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος με το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Χιλιάδες κάτοικοι βρέθηκαν άστεγοι (περίπου 75.000 πυροπαθείς αναφέρουν οι πηγές).
Πολλοί από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης εγκατέλειψαν την πόλη (καθώς η πυρκαγιά αφάνισε κυρίως τη δική τους συνοικία) κατευθυνόμενοι άλλοι σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, άλλοι στην Παλαιστίνη.
Σχεδόν αμέσως άρχισε να σχεδιάζεται η ανοικοδόμηση της πόλης. Η Διεθνής Επιτροπή Σχεδιασμού υπό τον Ερνέστ Εμπράρ εκπόνησε ένα σύγχρονο ρυμοτομικό σχέδιο με χαράξεις αξόνων και διαγωνίων, αναδεικνύοντας τα μνημεία της πόλης και συγκεντρώνοντας τις δημόσιες υπηρεσίες σε ένα μέρος.
Fire in Thessaloniki / Požar u Solunu from Jugoslovenska kinoteka on Vimeo.